- ἐπόγδοος
- ἐπόγδοοςofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επόγδοος — ἐπόγδοος, ον (AM) 1. αυτός που αποτελείται από μια ακέραιη μονάδα και ένα όγδοο 2. (για τόκο) αυτός που αντιστοιχεί στο όγδοο τού κεφαλαίου μσν. μουσ. μείζων τόνος … Dictionary of Greek
ἐπόγδοον — ἐπόγδοος of masc/fem acc sg ἐπόγδοος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόοιν — ἐπόγδοος of masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόοις — ἐπόγδοος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόου — ἐπόγδοος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόους — ἐπόγδοος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόων — ἐπόγδοος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόῳ — ἐπόγδοος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόγδοα — ἐπόγδοος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόγδοοι — ἐπόγδοος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)